λεπτόκνημος

λεπτόκνημος
λεπτό-κνημος, ον,
A spindle-shanked, Adam.2.2 ([comp] Comp.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λεπτόκνημος — η, ο (Α λεπτόκνημος, ον) αυτός που έχει λεπτές, ισχνές κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + κνημος (< κνήμη), πρβλ. δασύ μνημος, παχύ κνημος] …   Dictionary of Greek

  • λεπτοκνημότερον — λεπτόκνημος spindle shanked adverbial comp λεπτόκνημος spindle shanked masc acc comp sg λεπτόκνημος spindle shanked neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοκνήμους — λεπτόκνημος spindle shanked masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτόκνημοι — λεπτόκνημος spindle shanked masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”